γαλακτίας
Смотреть что такое "γαλακτίας" в других словарях:
γαλακτίας — ο (Α γαλακτίας) [γάλα] νεοελλ. συνήθως στον πληθ. 1. τα πρώτα δόντια τών παιδιών, οι νεογιλείς οδόντες 2. τα πρώτα δόντια των αλόγων αρχ. γαλακτίας ή «γαλακτίας κύκλος» ο γαλαξίας* … Dictionary of Greek
γαλακτίας — γαλακτίᾱς , γαλακτίας masc acc pl γαλακτίᾱς , γαλακτίας masc nom sg (attic epic doric aeolic) γαλακτίᾱς , γαλακτιάω give no milk imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλακτίαν — γαλακτίᾱν , γαλακτίας masc acc sg (attic epic doric aeolic) γαλακτίας masc acc sg γαλακτίᾱν , γαλακτιάω give no milk imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) γαλακτίᾱν , γαλακτιάω give no milk imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… … Dictionary of Greek
γαλαξίας — (Αστρον.). Υπόλευκη φωτεινή ζώνη η οποία φαίνεται να διαγράφει σε ολόκληρη την ουράνια σφαίρα έναν μεγάλο κύκλο, ορατό στο βόρειο και στο νότιο ημισφαίριο. Αποτελείται από ένα αφάνταστα μεγάλο άθροισμα αστέρων, που στο σύνολό τους προσδίδουν στην … Dictionary of Greek
γαλακτίου — γαλάκτιον fancy bread made with milk neut gen sg γαλακτίας masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)